- περίγειο
- (Αστρον.). Το πλησιέστερο προς τη Γη σημείο της τροχιάς της Σελήνης ή ενός τεχνητού δορυφόρου, κατά την περιφορά τους γύρω από τη Γη. Το π. είναι το αντίθετο του απόγειου*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περίγειο — το σημείο της τροχιάς σώματος ουράνιου που απέχει πιο λίγο από τη Γη (αντίθ. απόγειο) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανωμαλιακή περίοδος περιφοράς — Το χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δύο διαδοχικές διαβάσεις της Σελήνης από το περίγειο. Ονομάζεται επίσης ανωμαλιακός μήνας. Επειδή το περίγειο κινείται προς τη διεύθυνση περιφοράς της Σελήνης, δηλαδή προς Α (συμπληρώνει πλήρη περιστροφή σε 9 έτη),… … Dictionary of Greek
έκλειψη — Παροδική επισκίαση ενός ουράνιου σώματος, η οποία προέρχεται από την παρεμβολή ενός άλλου μεταξύ αυτού και του παρατηρητή ή μεταξύ του ουράνιου σώματος και του Ήλιου που το φωτίζει. Με τη λέξη έ. εννοούμε συνήθως την παροδική εξαφάνιση του Ήλιου… … Dictionary of Greek
ανωμαλιακός — ή, ό «ανωμαλικό έτος» το χρονικό διάστημα μεταξύ δύο διαβάσεων της γης από το περιήλιο 2. «ανωμαλιακός μήνας» το διάστημα ανάμεσα σε δύο διαδοχικές διαβάσεις της σελήνης από το περίγειο … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
ημιδιάμετρος — (Αστρον.). Η γωνία υπό την oποία φαίνεται η μισή διάμετρος ενός ουράνιου σώματος. Η η. εξαρτάται από την απόσταση και είναι μέγιστη για τους ανώτερους πλανήτες κατά την αντίθεση και για τους κατώτερους πλανήτες κατά την κατωτέρα σύνοδο. Η η.… … Dictionary of Greek
περίγειος — α, ο / περίγειος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται γύρω από τη Γη, που την περιβάλλει 2. το ουδ. ως ουσ. το περίγειο(ν) αστρον. το πλησιέστερο προς τη Γη σημείο τής τροχιάς ουράνιου σώματος και ιδίως τής Σελήνης μσν. το ουδ. ως ουσ. 1. ολόκληρη η… … Dictionary of Greek
σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… … Dictionary of Greek
Γκαγκάριν, Γιούρι Αλεξέγεβιτς — (Yury Alekseyevich Gagarin, Γκζατσκ1934 – 1968). Σοβιετικός κοσμοναύτης. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που πραγματοποίησε διαστημική πτήση (1961). Σπούδασε αρχικά τεχνικός μεταλλουργίας, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα στην αεροπορική λέσχη του… … Dictionary of Greek
Γκλεν, Τζον — I (John Glenn, Κέιμπριτζ, Οχάιο 1921 –). Αμερικανός αστροναύτης. Πραγματοποίησε την πρώτη αμερικανική πτήση σε τροχιά γύρω από τη Γη στις 20 Φεβρουαρίου 1962, με τον θαλαμίσκο Friendship 7, ξεκινώντας από το ακρωτήριο Κανάβεραλ και κατά την… … Dictionary of Greek